σαπροφάγα

σαπροφάγα
τα
ζώα που τρέφονται με σαπισμένες ουσίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαπροφάγος — α, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που τρέφεται με νεκρή ή σηπόμενη οργανική ύλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπροφάγα ζωολ. οι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη, συμβάλλοντας στην αποσύνθεσή της, όπως είναι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”